τανύπλευρος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλευρος:''' широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).
}}
}}