διφροφορέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] πάνω σε [[σκαμνί]] ή [[φορείο]] — Παθ., [[ταξιδεύω]] με δίφρο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταφέρω]] ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διφροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] πάνω σε [[σκαμνί]] ή [[φορείο]] — Παθ., [[ταξιδεύω]] με δίφρο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταφέρω]] ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφροφορέω:''' <b class="num">1)</b> (о сиденье, кресле) нести ([[δίφρον]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> носить на носилках: Περσέων οἱ διφροφορούμενοι Her. передвигающиеся на носилках, т. е. знатные персы.
}}
}}