στυλόω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῡλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποστηρίζω]] με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., <i>ζωὴν στυλώσασθαι</i>, [[στηρίζω]] την [[ζωή]] μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.
|lsmtext='''στῡλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποστηρίζω]] με στύλους· μεταφ. σε Μέσ., <i>ζωὴν στυλώσασθαι</i>, [[στηρίζω]] την [[ζωή]] μου (μέσω τεκνοποιίας), σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυλόω [στῦλος] alleen med. ondersteunen.
}}
}}