ἐγκατασπείρω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατασπείρω:''' μέλ. <i>-σπερῶ</i>, [[διασκορπίζω]] μέσα ή [[μεταξύ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐγκατασπείρω:''' μέλ. <i>-σπερῶ</i>, [[διασκορπίζω]] μέσα ή [[μεταξύ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκατασπείρω:''' <b class="num">1)</b> (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.).
}}
}}