3,274,816
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψῐθῠρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ψίθυρος]]), [[ψιθυρίζω]], [[μιλώ]] στο [[αυτί]], σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την [[κίνηση]] των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο [[πλάτανος]] ψιθυρίζει στη [[φτελιά]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ψῐθῠρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ψίθυρος]]), [[ψιθυρίζω]], [[μιλώ]] στο [[αυτί]], σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την [[κίνηση]] των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο [[πλάτανος]] ψιθυρίζει στη [[φτελιά]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψῐθῠρίζω:''' дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): [[μετά]] τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Plut. произносимое шепотом имя; [[ὁπόταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом. | |||
}} | }} |