ῥαπτός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαπτός:''' -ή, -όν ([[ῥάπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ραμμένος, μπαλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ο [[περασμένος]] σε αρμαθιά, αραδιασμένος (σε [[σειρά]]), [[συνεχής]], λέγεται για στίχους, στροφές, ποιήματα, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> δουλεμένος με [[βελόνα]]· <i>ῥαπτόν</i>, <i>τό</i>, κεντητό χαλί, σε Ξεν.· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[μπάλα]] ραμμένη από δέρματα διαφόρων, ποικίλων χρωμάτων, σε Ανθ.
|lsmtext='''ῥαπτός:''' -ή, -όν ([[ῥάπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ραμμένος, μπαλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ο [[περασμένος]] σε αρμαθιά, αραδιασμένος (σε [[σειρά]]), [[συνεχής]], λέγεται για στίχους, στροφές, ποιήματα, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> δουλεμένος με [[βελόνα]]· <i>ῥαπτόν</i>, <i>τό</i>, κεντητό χαλί, σε Ξεν.· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[μπάλα]] ραμμένη από δέρματα διαφόρων, ποικίλων χρωμάτων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαπτός:''' <b class="num">1)</b> заплатанный, заштопанный ([[χιτών]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сшитый из лоскутьев, лоскутный ([[σφαῖρα]] Anth.; перен. ἔπεα Pind.).
}}
}}