ἀτιμώρητος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμώρητος:''' -ον, [[ατιμώρητος]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> μη τιμωρημένος, [[ἀτιμώρητος]] [[γίγνεσθαι]], να διαφύγει την [[τιμωρία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[ατιμωρησία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός για τον οποίο καμία [[εκδίκηση]] δεν έχει λάβει [[χώρα]], ἀτιμώρητον [[ἐᾶν]] θάνατον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[ανυπεράσπιστος]], [[απροστάτευτος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀτῑμώρητος:''' -ον, [[ατιμώρητος]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> μη τιμωρημένος, [[ἀτιμώρητος]] [[γίγνεσθαι]], να διαφύγει την [[τιμωρία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[ατιμωρησία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός για τον οποίο καμία [[εκδίκηση]] δεν έχει λάβει [[χώρα]], ἀτιμώρητον [[ἐᾶν]] θάνατον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[ανυπεράσπιστος]], [[απροστάτευτος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμώρητος:''' <b class="num">1)</b> неотмщенный ([[θάνατος]] Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> ненаказанный Her., Thuc., Luc.: ἀ. τινος Plat. не понесший кары за что-л.;<br /><b class="num">3)</b> незащищенный, беззащитный ([[ἐρῆμος]] καὶ ἀ. Thuc.).
}}
}}