καταδαίνυμαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδαίνῠμαι:''' (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).
}}
}}