γένεο: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γένεο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένου</i>, βʹ ενικ. αορ. βʹ του [[γίγνομαι]].
|lsmtext='''γένεο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένου</i>, βʹ ενικ. αορ. βʹ του [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''γένεο:''' ион. Hes. 2 л. sing. aor. 2 к [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γένεο: Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.

Greek Monotonic

γένεο: Επικ. αντί ἐγένου, βʹ ενικ. αορ. βʹ του γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

γένεο: ион. Hes. 2 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.