3,277,649
edits
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' могущий исправить, служащий улучшению (τὸ [[δίκαιον]] Arst.). | |||
}} | }} |