προσλεύσσω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλεύσσω:''' μόνο στον ενεστ., [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]], [[προσβλέπω]], με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
|lsmtext='''προσλεύσσω:''' μόνο στον ενεστ., [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]], [[προσβλέπω]], με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-λεύσσω kijken naar, aankijken:; νεοσφαγῆ... π. φόνον naar een net aangericht bloedbad kijken Soph. Ai. 546; ὄψις... ἐφίμερος... προσλεύσσειν ἐμοί een aanblik die ik graag wilde zien Soph. OT 1376; abs.. μὴ πρόσλευσσε niet (aan)kijken! Soph. Ph. 1068.
}}
}}