στομφάζω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στομφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στόμφος]]), φωνασκώ, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στομφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στόμφος]]), φωνασκώ, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.
}}
}}