3,276,903
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοφρυόομαι:''' μέλ. <i>-ωφρύωμαι</i> ([[ὀφρῦς]]), Παθ., [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, [[κατσουφιάζω]]· <i>ξυνωφρυωμένη</i>, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· <i>ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ</i>, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ. | |lsmtext='''συνοφρυόομαι:''' μέλ. <i>-ωφρύωμαι</i> ([[ὀφρῦς]]), Παθ., [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, [[κατσουφιάζω]]· <i>ξυνωφρυωμένη</i>, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· <i>ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ</i>, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοφρυόομαι:''' стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди. | |||
}} | }} |