ἐξονειρωγμός: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξονειρωγμός]], ο (Α) [[εξονειρώσσω]]<br />[[ονείρωξη]], ακούσια [[εκσπερμάτωση]] [[κατά]] τον ύπνο.
|mltxt=[[ἐξονειρωγμός]], ο (Α) [[εξονειρώσσω]]<br />[[ονείρωξη]], ακούσια [[εκσπερμάτωση]] [[κατά]] τον ύπνο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξονειρωγμός:''' ὁ мед. поллюция Arst.
}}
}}