ἀγέλαστος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγέλαστος:''' -ον ([[γελάω]]),<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,αυτός που δεν γελά, [[σκυθρωπός]], [[πένθιμος]], [[μελαγχολικός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[καθόλου]] αξιογέλαστος, [[διόλου]] [[ασήμαντος]] ή [[ανάξιος]] λόγου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγέλαστος:''' -ον ([[γελάω]]),<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,αυτός που δεν γελά, [[σκυθρωπός]], [[πένθιμος]], [[μελαγχολικός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[καθόλου]] αξιογέλαστος, [[διόλου]] [[ασήμαντος]] ή [[ανάξιος]] λόγου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγέλαστος:''' <b class="num">1)</b> несмеющийся, серьезный, без улыбки ([[πρόσωπον]] Aesch., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> печальный, мрачный ([[φρήν]] Aesch.): ἀ. [[ἧστο]] HH она печально сидела;<br /><b class="num">3)</b> нешуточный, тяжелый (ξυμφοραί Aesch.).
}}
}}