3,274,816
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγραυλος:''' <b class="num">1)</b> живущий в поле, ночующий под открытым небом ([[βοῦς]], ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; [[θήρ]] Soph.; [[Πάν]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. [[ἀνήρ]] Anth. поселянин. | |||
}} | }} |