3,240,908
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ. | |lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδερκτος:''' невидящий, незрячий (ὄμματα Soph.). | |||
}} | }} |