ἄδερκτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδερκτος:''' невидящий, незрячий (ὄμματα Soph.).
}}
}}