ἄκομψος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκομψος:''' -ον, [[ακαλλώπιστος]], [[αγροίκος]]· ἐγὼ δ' [[ἄκομψος]], είμαι [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[αγροίκος]] στη [[γλώσσα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄκομψος:''' -ον, [[ακαλλώπιστος]], [[αγροίκος]]· ἐγὼ δ' [[ἄκομψος]], είμαι [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[αγροίκος]] στη [[γλώσσα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκομψος:''' неприкрашенный, лишенный изящества, т. е. простой Plut., Diog. L.: ἄ. εἰς ὄχλον [[δοῦναι]] λόγον Eur. не умеющий говорить с толпой.
}}
}}