ἀκρατής: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾰτής:''' -ές (α στερητικό [[κράτος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανίσχυρος]], [[αδύναμος]], [[άτονος]], εξασθενημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που δεν έχει [[δύναμη]], [[εξουσία]] ή [[επιβολή]] σε [[κάτι]], Λατ. [[impotens]], <i>γλώσσης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀργῆς</i>, σε Θουκ.· επίσης, [[ακρατής]], [[έκλυτος]] στην [[χρήση]] ενός πράγματος, <i>οἴνου</i>, σε Ξεν., Αριστ.· <i>περὶ τὰ πόματα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του (στα [[πάθη]] του), [[αχαλίνωτος]], Λατ. [[impotens]] [[sui]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[άμετρος]], [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], [[παράλογος]], [[δαπάνη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκρᾰτής:''' -ές (α στερητικό [[κράτος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανίσχυρος]], [[αδύναμος]], [[άτονος]], εξασθενημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που δεν έχει [[δύναμη]], [[εξουσία]] ή [[επιβολή]] σε [[κάτι]], Λατ. [[impotens]], <i>γλώσσης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀργῆς</i>, σε Θουκ.· επίσης, [[ακρατής]], [[έκλυτος]] στην [[χρήση]] ενός πράγματος, <i>οἴνου</i>, σε Ξεν., Αριστ.· <i>περὶ τὰ πόματα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του (στα [[πάθη]] του), [[αχαλίνωτος]], Λατ. [[impotens]] [[sui]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[άμετρος]], [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], [[παράλογος]], [[δαπάνη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾰτής:''' <b class="num">1)</b> немощный ([[γῆρας]] Soph.): τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. [[γενέσθαι]] Plut. физически обессилеть; ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. (Гелла) не смогла удержаться за рога барана; ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. неспособный удержаться от чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> неспособный совладать, невоздержный, неумеренный (τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> несдержанный, разнузданный (sc. [[ἄνδρες]] Xen., Arst.: [[στόμα]] Arph.);<br /><b class="num">4)</b> непомерный, чрезмерный ([[δαπάνη]] Anth.).
}}
}}