ἀλλοτριοφάγος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἀλλοτριοφάγος]], -ον)<br />αυτός που τρώγει από τα [[ξένα]] και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[αλλοτριοφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔφαγον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐσθίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀλλοτριοφαγῶ</i> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλλοτριοφαγία]]].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἀλλοτριοφάγος]], -ον)<br />αυτός που τρώγει από τα [[ξένα]] και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν του ανήκουν<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[αλλοτριοφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔφαγον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐσθίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀλλοτριοφαγῶ</i> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλλοτριοφαγία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλοτριοφάγος:''' чужеядный, питающийся на чужой счет Soph.
}}
}}