αἱμοβόρος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμοβόρος:''' -ον ([[βορά]]), αυτός που ρουφά [[αίμα]], [[άπληστος]] για [[αίμα]], [[αιμοδιψής]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἱμοβόρος:''' -ον ([[βορά]]), αυτός που ρουφά [[αίμα]], [[άπληστος]] για [[αίμα]], [[αιμοδιψής]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμοβόρος:''' питающийся кровью ([[μύωψ]] καὶ [[οἶστρος]] Arst.; [[γαστήρ]] Theocr.).
}}
}}