ἀλφιταμοιβός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλφῐτᾰμοιβός:''' ὁ, [[έμπορος]] κριθάλευρων, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀλφῐτᾰμοιβός:''' ὁ, [[έμπορος]] κριθάλευρων, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλφῐτᾰμοιβός:''' ὁ торговец ячменной мукой, тж. хлеботорговец Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A dealer in ἄλφιτα, Ar.Av. 491, al.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Mehlhändler, Ar. Nub. 630 Av. 491.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, πωλητὴς ἀλφίτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
marchand de farine.
Étymologie: ἄλφιτον, ἀμείβω.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτᾰμοιβός) -οῦ, ὁ
cambista que ofrece harina o farro de cebada a cambio de otros efectos, usurero ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας δεῖπνον παρέχειν que los usureros procuren a los pobres tres quénices de harina de cebada para cenar Ar.Ec.424, cf. Nu.640, Au.491, Poll.7.19.
Greek Monolingual
ἀλφιταμοιβός, ο (Α)
αυτός που εμπορεύεται άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»].
Greek Monotonic
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, έμπορος κριθάλευρων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ торговец ячменной мукой, тж. хлеботорговец Arph.