Anonymous

ἀναριθμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνᾰριθμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ., [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνᾰριθμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ., [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰριθμέομαι:''' <b class="num">1)</b> пересчитывать, перечислять Dem.;<br /><b class="num">2)</b> вновь обдумывать (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).
}}
}}