ἀναρρώννυμι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρρώννῡμι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-έρρωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακτώ]] τις δυνάμεις, [[ισχυροποιώ]] από την [[αρχή]] — Παθ., [[ανακτώ]] την ισχύ μου, <i>ἀναρρωσθέντες</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ [[επανέρχομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναρρώννῡμι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-έρρωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακτώ]] τις δυνάμεις, [[ισχυροποιώ]] από την [[αρχή]] — Παθ., [[ανακτώ]] την ισχύ μου, <i>ἀναρρωσθέντες</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ [[επανέρχομαι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρρώννῡμι:''' <b class="num">1)</b> вновь подкреплять, придавать силы, подбодрять (ἀνθρώπους, τὰ φρονήματα πρὸς τὸ θαρρεῖν Plut.): ἐπὶ εὐπραγίᾳ ἀναρρωσθέντες Thuc. ободренные успехом;<br /><b class="num">2)</b> окрепнуть: νοσήσας [[ἐπισφαλῶς]] ἀνέρρωσε Plut. он оправился от опасной болезни.
}}
}}