ἄνοος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοος:''' -ον, συνηρ. ἄ-[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που δεν έχει [[νόηση]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀνούστερος</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄνοος:''' -ον, συνηρ. ἄ-[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που δεν έχει [[νόηση]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀνούστερος</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοος:''' стяж. [[ἄνους]] 2 неразумный, безрассудный, безумный Hom., Aesch., Soph., Plat., Anth.
}}
}}