3,271,364
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνοος:''' -ον, συνηρ. ἄ-[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που δεν έχει [[νόηση]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀνούστερος</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄνοος:''' -ον, συνηρ. ἄ-[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που δεν έχει [[νόηση]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀνούστερος</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνοος:''' стяж. [[ἄνους]] 2 неразумный, безрассудный, безумный Hom., Aesch., Soph., Plat., Anth. | |||
}} | }} |