ἀποδοκεῖ: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκεῖ:''' impers. не угодно, нежелательно (τινι ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Her., Xen.): μετέπειτεν, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε Her. впоследствии, когда вкусы их переменились.
}}
}}