ἀποκαθαίρω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκαθαίρω:''' μέλ. <i>-καθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς, [[σφουγγίζω]]· [[ἀποκαθαίρω]] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, [[σκουπίζω]] τα χέρια μου στις πετσέτες, σε Στράβ· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] σωστά και με [[ακρίβεια]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απομακρύνω]], [[τὰς]] τραπέζας, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>ἀποκαθήρασθαί τινος</i>, απαλλάσσομαι από [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποκαθαίρω:''' μέλ. <i>-καθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς, [[σφουγγίζω]]· [[ἀποκαθαίρω]] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, [[σκουπίζω]] τα χέρια μου στις πετσέτες, σε Στράβ· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] σωστά και με [[ακρίβεια]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απομακρύνω]], [[τὰς]] τραπέζας, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>ἀποκαθήρασθαί τινος</i>, απαλλάσσομαι από [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκᾰθαίρω:''' <b class="num">1)</b> очищать, вытирать (τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα Xen.; τράπεζας Arph.; ἀποκεκαθάρθαι τὰ ὄμματα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. очищаться, освобождаться (τινος Xen. и τι Plat.): ἀ. τὰς βαναύσους τέχνας εἰς χεῖράς τινος Plut. сваливать черную работу на кого-л.; ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνὴν ἐς τὸ ἀκριβέστατον Luc. говорить, строжайше соблюдая чистоту языка.
}}
}}