ἀπογίγνομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. Αττ. -[[γίνομαι]]· μέλ. -[[γενήσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απέχω]] από, δεν [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., απομακρύνομαι, αντίθ. προς το [[προσγίγνομαι]], σε Θουκ.· γενικά, βρίσκομαι [[μακριά]], [[απουσιάζω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το θάνατο, [[ἀπογίγνομαι]] ἐκτῶν οἰκίων, [[αναχωρώ]] από τους δικούς μου, [[πεθαίνω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπογενέσθαι</i> μόνον, είμαι [[νεκρός]]· <i>οἱ ἀπογενόμενοι</i>, οι νεκροί, σε Θουκ.· <i>ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀπογίγνεται</i>, αυτός που πέθανε [[τελευταίος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ ἀπογινόμενος</i>, αυτός που πεθαίνει, που ψυχορραγεί, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[χάνομαι]], [[αποχωρώ]]· <i>ἀπεγίγνετο οὐδὲν τοῦ στρατοῦ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπογίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. Αττ. -[[γίνομαι]]· μέλ. -[[γενήσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απέχω]] από, δεν [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., απομακρύνομαι, αντίθ. προς το [[προσγίγνομαι]], σε Θουκ.· γενικά, βρίσκομαι [[μακριά]], [[απουσιάζω]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το θάνατο, [[ἀπογίγνομαι]] ἐκτῶν οἰκίων, [[αναχωρώ]] από τους δικούς μου, [[πεθαίνω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπογενέσθαι</i> μόνον, είμαι [[νεκρός]]· <i>οἱ ἀπογενόμενοι</i>, οι νεκροί, σε Θουκ.· <i>ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀπογίγνεται</i>, αυτός που πέθανε [[τελευταίος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ ἀπογινόμενος</i>, αυτός που πεθαίνει, που ψυχορραγεί, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[χάνομαι]], [[αποχωρώ]]· <i>ἀπεγίγνετο οὐδὲν τοῦ στρατοῦ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογίγνομαι:''' ион. [[ἀπογίνομαι]]<br /><b class="num">1)</b> быть вдали, отсутствовать, не хватать Dem.: προσγιγνομένων καὶ ἀπογιγνομένων Plat. независимо от их наличия или отсутствия;<br /><b class="num">2)</b> быть в стороне, не принимать участия, быть непричастным (τινος Her., Thuc.): ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενος NT избавившись от грехов;<br /><b class="num">3)</b> пропадать, теряться, гибнуть (νόσῳ Thuc.): ἀ. ἀπὸ τοῦ σταθμοῦ Arst. убывать в весе;<br /><b class="num">4)</b> умирать Her., Dem., Plut.: οἱ ἀπογινόμενοι Her., Thuc. умирающие; οἱ ἀπογενόμενοι Thuc. умершие.
}}
}}