ἀπανθίζω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπανθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[δρέπω]], [[κόβω]] [[άνθη]], Λατ. decerpere· μεταφ., <i>ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι</i>, [[δρέπω]] τα [[άνθη]] της ματαιολογίας, δηλ. [[μιλώ]] άσκοπα, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. — Μέσ., [[συλλέγω]] [[μέλι]] από τα [[άνθη]], [[λαμβάνω]] το άριστο [[μέρος]] από [[κάτι]], τον «ανθό» του, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπανθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[δρέπω]], [[κόβω]] [[άνθη]], Λατ. decerpere· μεταφ., <i>ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι</i>, [[δρέπω]] τα [[άνθη]] της ματαιολογίας, δηλ. [[μιλώ]] άσκοπα, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. — Μέσ., [[συλλέγω]] [[μέλι]] από τα [[άνθη]], [[λαμβάνω]] το άριστο [[μέρος]] από [[κάτι]], τον «ανθό» του, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπανθίζω:''' <b class="num">1)</b> срывать цветы: ματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. произносить цветистые речи, празднословить;<br /><b class="num">2)</b> med. собирать с цветов мед (κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. перен. тщательно выискивать, подбирать (τὴν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.).
}}
}}