ἀποστυφελίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[απωθώ]] κάποιον με τη [[χρήση]] βίας από, [[απομακρύνω]] από, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀποστῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[απωθώ]] κάποιον με τη [[χρήση]] βίας από, [[απομακρύνω]] από, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστῠφελίζω:''' <b class="num">1)</b> отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> отрывать, освобождать (μόχθων Anth.).
}}
}}