3,273,735
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπορος:''' -ον, [[αδιάβατος]], [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]], [[αδιέξοδος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[αδιάβατος]], [[άβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, [[αδιέξοδος]], [[δυσκατόρθωτος]], δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἄπορα</i>, <i>τά</i>, δυσχέρειες, δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, <i>εἰςἄπορον ἥκειν</i>, <i>πίπτειν</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] πώς να..., σε Θουκ.· συγκρ. <i>ἀπορώτερος</i>, δυσχερέστερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσεύρετος]], [[δύσκολος]] στο να αποκτηθεί, [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δύστροπος]], αυτός που είναι [[δύσκολος]] στις κοινωνικές συναναστροφές του, [[αδιόρθωτος]], αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί [[κάποιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., [[ἄπορος]] προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει [[κάποιος]] σε [[συνάφεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., [[ἄνεμος]] [[ἄπορος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, [[αβοήθητος]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], ἐπ' [[οὐδέν]], στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>οἱ ἀπορώτατοι</i>, οι [[πλέον]] αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πένης]], [[φτωχός]], [[ενδεής]], Λατ. [[inops]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. [[ἀπόρως]]· [[ἀπόρως]] [[ἔχει]] μοι, είμαι σε δυσχερή [[θέση]], σε [[αμηχανία]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἄπορος:''' -ον, [[αδιάβατος]], [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]], [[αδιέξοδος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[αδιάβατος]], [[άβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, [[αδιέξοδος]], [[δυσκατόρθωτος]], δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἄπορα</i>, <i>τά</i>, δυσχέρειες, δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, <i>εἰςἄπορον ἥκειν</i>, <i>πίπτειν</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] πώς να..., σε Θουκ.· συγκρ. <i>ἀπορώτερος</i>, δυσχερέστερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσεύρετος]], [[δύσκολος]] στο να αποκτηθεί, [[σπάνιος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δύστροπος]], αυτός που είναι [[δύσκολος]] στις κοινωνικές συναναστροφές του, [[αδιόρθωτος]], αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί [[κάποιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., [[ἄπορος]] προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει [[κάποιος]] σε [[συνάφεια]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., [[ἄνεμος]] [[ἄπορος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, [[αβοήθητος]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[ἄπορος]] ἐπὶ [[φρόνιμα]], ἐπ' [[οὐδέν]], στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, <i>οἱ ἀπορώτατοι</i>, οι [[πλέον]] αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πένης]], [[φτωχός]], [[ενδεής]], Λατ. [[inops]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. [[ἀπόρως]]· [[ἀπόρως]] [[ἔχει]] μοι, είμαι σε δυσχερή [[θέση]], σε [[αμηχανία]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπορος:''' <b class="num">1)</b> непроходимый, труднопроходимый, непроезжий ([[ὁδός]], ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.); непереходимый ([[ποταμός]] Xen.; [[πέλαγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> не(пре)одолимый, непобедимый ([[ἄνεμος]] Her.; [[πάθη]] Soph.; [[φόβος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> неутолимый ([[ἀλγηδών]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> неприступный ([[ξένος]] Eur.; ἄ. προσμίσγειν или προσφέρεσθαι Her.);<br /><b class="num">5)</b> трудный, затруднительный ([[ζήτησις]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> недостижимый, недоступный ([[σωτηρία]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> скудный, бедный ([[δίαιτα]] Plat.; [[βίος]] Plut.); неимущий (ἄνθρωποι Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся (τῇ γνώμῃ Thuc.): ἄ. ἐπ᾽ [[οὐδέν]] Soph. не зная никаких трудностей; ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ [[ἐπιτήδεια]] Xen. не зная, как им добыть продовольствие;<br /><b class="num">9)</b> шаткий, неверный (ἐλπίδες Plut.). | |||
}} | }} |