ἀρεσκόντως: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρεσκόντως:''' επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[ἀρέσκω]], με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀρεσκόντως:''' επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[ἀρέσκω]], με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρεσκόντως:''' угодно, приятно, по сердцу Eur., Plat.
}}
}}