ἀτέλεστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αποτέλεσμα]], [[άσκοπος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[ακατόρθωτος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μη μυημένος στα μυστήρια, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αποτέλεσμα]], [[άσκοπος]], [[ανεκπλήρωτος]], [[ακατόρθωτος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μη μυημένος στα μυστήρια, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέλεστος:''' <b class="num">1)</b> незаконченный, невыполненный (τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ᾽ ἀτέλεστ᾽ εἴη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> безуспешный, бесплодный ([[πόνος]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> непосвященный ([[ἀμύητος]] καὶ ἀ. Plat.; τῶν βακχευμάτων Eur.; τῶν πρώτων ἱερῶν καὶ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plut.).
}}
}}