ἀταμίευτος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀταμίευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να αποταμιευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανυπόταχτος, [[ακατάσχετος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> ασώτως, σπάταλα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀταμίευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να αποταμιευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανυπόταχτος, [[ακατάσχετος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> ασώτως, σπάταλα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτᾰμίευτος:''' <b class="num">1)</b> досл. бесхозяйственный, расточительный, перен. нерасчетливый, неумеренный Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> легко расточаемый Arst.
}}
}}