3,274,418
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που βλέπει ο [[ίδιος]] με τα μάτια του, [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''αὐτόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που βλέπει ο [[ίδιος]] με τα μάτια του, [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόπτης:''' ου ὁ личный свидетель, очевидец (Her., Xen., Plut.; τινός Arst., Dem., Plut.). | |||
}} | }} |