αὐτόπτης: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που βλέπει ο [[ίδιος]] με τα μάτια του, [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''αὐτόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που βλέπει ο [[ίδιος]] με τα μάτια του, [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόπτης:''' ου ὁ личный свидетель, очевидец (Her., Xen., Plut.; τινός Arst., Dem., Plut.).
}}
}}