αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' сам себя осудивший NT.
}}
}}