βαρύθω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύθω:''' [ῠ] ([[βαρύς]]), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·<br /><b class="num">1.</b> καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[βαρύς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρύθω:''' [ῠ] ([[βαρύς]]), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·<br /><b class="num">1.</b> καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[βαρύς]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰρύθω:''' <b class="num">1)</b> быть отягощенным ([[ὑπό]] τινος Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> быть тяжеловесным ([[στάλα]] = [[στήλη]] βαρύθουσα Anth.).
}}
}}