αὐθέκαστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθέκαστος:''' -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.
|lsmtext='''αὐθέκαστος:''' -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθέκαστος:''' <b class="num">1)</b> прямой, прямодушный (αὐ. καὶ [[ἀληθευτικός]] Arst.; [[ὄρθιος]] και αὐ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> суровый, строгий (αὐστηρὸς καὶ αὐ. Plut.).
}}
}}