Anonymous

γέλασμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γέλασμα:''' -ατος, τό ([[γελάω]]), [[γέλιο]]· κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]], «το ακτινοβόλο [[χαμόγελο]] του Ωκεανού», σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γέλασμα:''' -ατος, τό ([[γελάω]]), [[γέλιο]]· κυμάτων ἀνήριθμον [[γέλασμα]], «το ακτινοβόλο [[χαμόγελο]] του Ωκεανού», σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γέλασμα:''' ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).
}}
}}