γόγγρος: Difference between revisions

1b
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»].
|mltxt=ο (AM [[γόγγρος]])<br />[[τελεόστεος]] [[ιχθύς]], [[χέλι]] της θάλασσας, [[μουγγρί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρόζος]] στον φλοιό τών δέντρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. [[γογγύλος]]<br />ανάγεται σε υποθετικό <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''γόγγρος:''' ὁ зоол. угорь Arst., Plut.
}}
}}