διατακτικός: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
}}
{{elru
|elrutext='''διατακτικός:''' отличающийся, отличный ([[ἀπό]] τινος Sext.).
}}
}}