διαλγής: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θλιβερός]], [[βαρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θλιβερός]], [[βαρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλγής:''' <b class="num">1)</b> причиняющий сильную боль, мучительный (ἄτα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> испытывающий (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ [[μετάφρενον]] Plut. ощутив сильную боль в спине.
}}
}}