δυναστευτικός: Difference between revisions

2
(9)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, [[δεσποτικός]], [[τυραννικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, [[δεσποτικός]], [[τυραννικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῠναστευτικός:''' самовластный, абсолютный ([[ὀλιγαρχία]] Arst.; [[λόγος]] Plut.).
}}
}}