δυσπόριστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπόριστος:''' <b class="num">1)</b> с трудом добываемый (δ. καὶ [[σπάνιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> натянутый, вымученный (λήμματα Plut.).
}}
}}