ἐγκράζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκράζω:''' μέλ. <i>-κράξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έκρᾰγον</i>· [[φωνάζω]] [[δυνατά]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· [[ἐπί]] τινα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγκράζω:''' μέλ. <i>-κράξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έκρᾰγον</i>· [[φωνάζω]] [[δυνατά]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· [[ἐπί]] τινα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκράζω:''' (aor. 2 ἔγκραγον) громко кричать (на кого-л.) (ἐπί τινα Thuc. и τινί Arph.): φωνεῖν ἐγκεκραγός (part. pf. n = adv.) Arst. говорить крикливым голосом.
}}
}}