ἐκδέκτωρ: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδέκτωρ]] ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[κάτι]] από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[διάδοχος]].
|mltxt=[[ἐκδέκτωρ]] ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[κάτι]] από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[διάδοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель ([[ἀντίδουλος]] καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).
}}
}}