3,274,313
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[συχνά]] προς ή σε κάποιο [[μέρος]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''εἰσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[συχνά]] προς ή σε κάποιο [[μέρος]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσφοιτάω:''' староатт. [[ἐσφοιτάω]] часто посещать, бывать, захаживать (προς τινα Eur.; εἰς τὸ [[ὀπτάνιον]] Arph.). | |||
}} | }} |