εἰσοιχνέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσοιχνέω:''' Αιολ. γʹ πληθ. <i>-οιχνεῦσι</i>, [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εἰσοιχνέω:''' Αιολ. γʹ πληθ. <i>-οιχνεῦσι</i>, [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσοιχνέω:''' входить, вступать (χορόν Hom.; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch.).
}}
}}