ἐμπήγνυμι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπήγνῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-πήξω</i>, (<i>ἐν</i>), [[στερεώνω]] ή [[μπήγω]], [[καρφώνω]], με δοτ., με Ομήρ. Ιλ. — Παθ. με Ενεργ. παρακ. και υπερσ., είμαι μπηγμένος ή χωμένος μέσα σε [[κάτι]], [[χώνω]] σε [[κάτι]], <i>τινι</i> ή <i>ἔν τινι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμπήγνῡμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-πήξω</i>, (<i>ἐν</i>), [[στερεώνω]] ή [[μπήγω]], [[καρφώνω]], με δοτ., με Ομήρ. Ιλ. — Παθ. με Ενεργ. παρακ. και υπερσ., είμαι μπηγμένος ή χωμένος μέσα σε [[κάτι]], [[χώνω]] σε [[κάτι]], <i>τινι</i> ή <i>ἔν τινι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπήγνῡμι:''' дор. [[ἐμπάγνυμι|ἐμπάγνῡμι]] (fut. ἐμπέξω, aor. [[ἐνέπηξα]] - дор. ἐνέπαξα, pf. ἐμπέπηγα; pass.: fut. ἐμπαγήσομαι, aor. 2 [[ἐνεπάγην]])<br /><b class="num">1)</b> втыкать, всаживать, вколачивать, вбивать ([[κάρφος]] εἰς τὴν γῆν Arst.; [[χαλκοῦν]] ἧλόν τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать ([[δόρυ]] μεταφρένῳ Hom. - in tmesi; τὰς ὄνυχας Arst.; ὀδόντα εἴς τινα Anth.; ἐμπαγῆναι δι᾽ ὀστέων Arph. и τοῖς ὀστέοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> наносить ([[ἕλκος]] ὀδυναρὸν καρδίᾳ Pind.).
}}
}}