Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνάερος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάερος:''' (ᾱ) цвета воздуха, воздушный ([[χρῶμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάερος Medium diacritics: ἐνάερος Low diacritics: ενάερος Capitals: ΕΝΑΕΡΟΣ
Transliteration A: enáeros Transliteration B: enaeros Transliteration C: enaeros Beta Code: e)na/eros

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A tinted like the air, Χρῶμα Plu.2.915c.

German (Pape)

[Seite 825] lustig, luftfarbig, χρῶμα Plut. Qu. n. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάερος: ᾱ, ον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à l’air, transparent comme l’air.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.

Spanish (DGE)

-ον
1 propio del aire ἐ. γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ el color de las redes es el del aire y resulta engañoso en el mar para los peces, Plu.2.915c, cf. 966f.
2 aéreo νεοττιά por encontrarse en la copa de los árboles, Porph.ad Il.33.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάερος: (ᾱ) цвета воздуха, воздушный (χρῶμα Plut.).